- φοινικόνωτος
- φοινῑκό-νωτος, ον,A red-backed,
βόες B.5.102
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βόες B.5.102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
φοινικονώτων — φοινικόνωτος red backed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)